στρατηγική

στρατηγική
Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης που, σε σχέση με τους σκοπούς του πολέμου που καθορίζει η πολιτική, αφού προσδιορίσει τους συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, διαγράφει, συντονίζει και διευθύνει τις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η σ. δηλαδή εφαρμόζει τις αρχές της πολεμικής τέχνης στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, που υποδείχνει η πολιτική. Οι αρχές αυτές (επιδίωξη της διατήρησης πάντα της πρωτοβουλίας στις επιχειρήσεις, συγκέντρωση μαζών στις αποφασιστικές θέσεις και στον αποφασιστικό χρόνο, οικονομία των δυνάμεων, αποφυγή επιδίωξης δευτερευόντων στόχων που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη του κύριου σκοπού κλπ.) ισχύουν πάντα και σε κάθε ζώνη· εκείνο που ποικίλλει είναι αντίθετα η εφαρμογή των αρχών αυτών, που συνδέεται, όπως είναι φανερό, με τα διαθέσιμα υλικά μέσα και με το γεωγραφικό χώρο. Ως τις αρχές του B’ Παγκόσμιου πόλεμου εξεταζόταν χωριστά η χερσαία σ., η ναυτική σ. και η αεροπορική σ.· σήμερα, έπειτα από τη μεγάλη ανάπτυξη που πήρε η αεροπορία, έπειτα από την εμφάνιση των τηλεβλημάτων και της ατομικής ενέργειας, προβλέπεται ότι οι τρεις σ. θα συγχωνευτούν σύντομα σε μια ολική, αερο - χερσαίο - ναυτική σ. Τα μεγάλα άλματα της τεχνικής προόδου (από το κουπί στο πανί κι έπειτα στη μηχανική προώθηση και στην αεροπορία, από το τόξο στο πυροβόλο όπλο και τέλος στο πυρηνικό, από τον αγγελιαφόρο στον τηλέγραφο και στα πιο σύγχρονα μέσα τηλεπικοινωνιών και σήμανσης) επηρέασαν αναπόφευκτα τις τακτικές και τις στρατηγικές αντιλήψεις. Σημαντική επίδραση στη σ. είχε η κοινωνικό -οικονομική -βιομηχανική εξέλιξη που σημειώθηκε σε διάφορους λαούς από το 18o αι. κυρίως όμως κατά τον 20ό: η αύξηση του πολιτικού δυναμικού των εθνών (οικονομία, βιομηχανικός εξοπλισμός, γεωργικοί πόροι, μεταφορικά και συγκοινωνιακά μέσα) έγιναν στην πραγματικότητα πολύ σημαντικότερα, για τις στρατηγικές προϋποθέσεις ενός πιθανού πολέμου, από τις στενά στρατιωτικές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατηγική — η 1. κλάδος της πολεμικής επιστήμης που εξετάζει το γενικό τρόπο χρησιμοποίησης του στρατού στον πόλεμο: Εφάρμοσε υψηλή στρατηγική. 2. κατάστρωση γενικού σχεδίου για επίτευξη κάποιου σκοπού: Εξέτασαν τη στρατηγική που θα ακολουθήσει το κόμμα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατηγικῇ — στρατηγικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγική — στρατηγικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”